- φιλοθέῳ
- φιλόθεοςloving Godmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοθεώ — έω, Α [φιλόθεος] είμαι φιλόθεος, αγαπώ και σέβομαι τα θεία … Dictionary of Greek
Φιλοθέῳ — Φιλόθεος loving God masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοθέωι — Φιλοθέῳ , Φιλόθεος loving God masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθέωι — φιλοθέῳ , φιλόθεος loving God masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοθέων — Φιλόθεος loving God masc gen pl Φιλοθεύς masc gen pl Φιλοθέω̆ν , Φιλοθεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλοθέως — Φιλόθεος loving God masc acc pl (doric) Φιλοθέω̆ς , Φιλοθεύς masc gen sg Φιλοθεύς masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)